Η μελέτη βασίζεται σε δύο συμπληρωματικές προσεγγίσεις. Η πρώτη επικεντρώνεται στο επίπεδο των νοικοκυριών και αναλύει την επίδραση των μεταρρυθμίσεων στα κίνητρα των ατόμων να εισέλθουν στην επίσημη αγορά εργασίας. Η δεύτερη εκτιμά, για πρώτη φορά, εναλλακτικά σενάρια της πορείας που θα είχαν επιλεγμένοι μακροοικονομικοί και κοινωνικοί δείκτες, όπως η απασχόληση και η ανεργία, ελλείψει των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Βασικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις πέτυχαν σε σημαντικό βαθμό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της αγοράς εργασίας, μέσω της μείωσης του κόστους αλλά και της μεγαλύτερης ευελιξίας, χωρίς όμως να επιλύσουν ορισμένα βασικά δομικά προβλήματα και χρόνιες αδυναμίες της αγοράς εργασίας. Τα κύρια ευρήματα της αξιολόγησης συνοψίζονται σε τρεις κατευθύνσεις, βάσει των οποίων οι παρεμβάσεις φαίνεται ότι: (α) εκπλήρωσαν σε μεγάλο βαθμό τον στόχο της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας κόστους, (β) αύξησαν την ευελιξία στους κανονισμούς εργασίας, μέσω της οποίας υποστήριξαν μερικώς τον στόχο της προσαρμογής της αγοράς εργασίας μέσω των τιμών (μείωσης μισθών) παρά μέσω μείωσης απασχόλησης (απολύσεων), (γ) άφησαν, ως επί το πλείστον, ανεπίλυτες άλλες μακροχρόνιες αδυναμίες, όπως το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας, την υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, την χαμηλή παραγωγικότητα, την υψηλή ανεργία, την χαμηλή χρήση ευέλικτων μορφών απασχόλησης και το υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων.